- βολετός
- -ή, -όο εύκολος, ο κατορθωτός: Μακάρι να μου ήταν βολετό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βολετός — (boletus). Γένος υμενομυκήτων βασιδιομυκήτων της οικογένειας των βολετιδών. Το καρπόσωμα αυτού του μανιταριού είναι σαρκώδες, λείο, πιο σπάνια τριχωτό, συνήθως μεγάλου μεγέθους. Έχει κεντρικό πόδα και πίλο με την εξωτερική επιφάνεια σχεδόν… … Dictionary of Greek
βασιδιομύκητες — (basidiomycota). Υποδιαίρεση μυκήτων (μανιταριών), που περιλαμβάνει 460 γένη και 25.000 είδη, διαδεδομένα σε όλες τις χερσαίες περιοχές της Γης, ακόμα και στις πολικές. Σε υδρόβιο περιβάλλον έχουν βρεθεί μόνο δύο είδη. Οι β. έχουν μεγάλη ποικιλία … Dictionary of Greek
αβόλετος — η, ο 1. δύσκολος, ακατόρθωτος 2. δυσμενής, αντίξοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βολετός < βολή] … Dictionary of Greek
δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… … Dictionary of Greek